αυξητικός

αυξητικός
-ή, -ό (AM αὐξητικός, -ή, -όν)
αυτός που συντελεί ή προκαλεί αύξηση, ανάπτυξη, επέκταση
αρχ.-μσν.
αυτός που έχει την τάση να αυξάνει, να μεγαλώνει
αρχ.
1. (ρητορ.) αυτός που επαυξάνει, που πλουτίζει τον λόγο
2. παραγωγικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αὐξητικός — growing masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυξητικός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με την αύξηση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὐξητικά — αὐξητικός growing neut nom/voc/acc pl αὐξητικά̱ , αὐξητικός growing fem nom/voc/acc dual αὐξητικά̱ , αὐξητικός growing fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐξητικώτερον — αὐξητικός growing adverbial comp αὐξητικός growing masc acc comp sg αὐξητικός growing neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐξητικῶν — αὐξητικός growing fem gen pl αὐξητικός growing masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐξητικόν — αὐξητικός growing masc acc sg αὐξητικός growing neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐξητικώτατον — αὐξητικός growing masc acc superl sg αὐξητικός growing neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐξητικαῖς — αὐξητικός growing fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐξητικαί — αὐξητικός growing fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐξητικοῖς — αὐξητικός growing masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”